-
1 ἰσθμιάζω
ἰσθμιάζω, eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσϑμίων καιρὸς ἐπίνοσος war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von ἰσϑμός, also durch die Gurgel jagen.
См. также в других словарях:
ισθμιάζω — ἰσθμιάζω (Α) 1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες 2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει καταπίνεται ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.) 3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός»… … Dictionary of Greek